Η πρόταση του "φηγός" γιά την αξιοβίωτη ανάπτυξη της ορεινής Λευκάδας

2014-12-08 10:00

Οι άνθρωποι πάντα επεδίωκαν να μετακινούνται και να ταξιδεύουν για την επιβίωση, για το κέρδος η απλώς από περιέργεια γνώσης νέων τόπων και εμπειριών. Ωστόσο η χάραξη, η διάνοιξη και η κατασκευή δρόμων πραγματοποιήθηκε μόνον αφού οι εγκαταστημένες σε μόνιμους οικισμούς κοινότητες αποφάσισαν να συνδεθούν μεταξύ τους με σταθερούς δεσμούς στο χώρο, με ασφαλείς γραμμές που ενώ κατατέμνουν βίαια το φυσικό τοπίο, ενώνουν πόλεις και πολιτισμούς ώστε να διευκολυνθεί το σμίξιμο ανθρώπων, εμπορευμάτων, ηθών και ιδεών.

Οι δρόμοι είναι έργα για τα οποία χρειάζονται αποφάσεις των κοινωνιών, κατασκευάζονται και συντηρούνται με κόπο και ενίοτε αποτελούν θαυμαστά επιτεύγματα της τεχνολογίας. Κατά μήκος τους αναπτύσσονται νέες δραστηριότητες, νέοι οικισμοί που και αυτοί με τη σειρά τους ακτινοβολούν στο χώρο, με νέους δρόμους προς κάθε κατεύθυνση και προορισμό, ώσπου ένα απέραντο δίκτυο να καλύψει τον πλανήτη μας. Έτσι σ’ αυτή τη στενή αλληλεξάρτηση δρόμων και κοινωνιών αντικατοπτρίζεται το επίπεδο πολιτισμού που έχει αναπτυχθεί σε κάθε τόπο. Θα μπορούσαμε λοιπόν να αναρωτηθούμε αν και πως στην κατάσταση των οδικών συνδέσεων γύρω από τις πόλεις-και μέσα σ’ αυτές-καταγράφεται η ακμή και η παρακμή της αντίστοιχης κοινωνίας.

Άραγε ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται οι οικισμοί στο ελληνικό τοπίο σήμερα επιδεικνύει υψηλό επίπεδο επιτευγμάτων η μήπως προδίδει κοινωνική και πολιτισμική κρίση αρχών και αξιών; Για παράδειγμα ποιες αξίες ανθρώπινης επικοινωνίας και ανάπτυξης στο χώρο υπηρετεί ο τρόπος ενσωμάτωσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου στην ελληνική κοινωνία και στις συνειδήσεις των σύγχρονων Ελλήνων;

Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι το οδικό δίκτυο της χώρας σχετίζεται στενά με την αξίωση για την πάση θυσία εξυπηρέτηση του Ι.Χ. αυτοκινήτου, αξίωση που συνοδεύεται με την αδιαφορία για τις συνέπειες το περιβάλλον, στην κλίμακα του τοπίου, στη λειτουργία και την αισθητική της πόλης, στην ποιότητα της ζωής. Έτσι λεωφόροι ανοίγονται βιάζοντας γαλήνιους τόπους, τραυματισμένα δένδρα κρέμονται σαν λείψανα στις άκρες ξυρισμένων πρανών, στις πόλεις και στους οικισμούς πεζόδρομοι και πεζοδρόμια παραβιάζονται από τα αυτοκίνητα και στην προτεραιότητα του σχεδιασμού τίθενται όλο και μεγαλύτεροι χώροι στάθμευσης αντί των πεζοπορικών διαδρομών και των ποδηλατοδρόμων.

Από την άλλη τα ορεινά μονοπάτια, αγωγοί επικοινωνίας και πολιτισμού άλλοτε, σήμερα αντί να αποτελούν πρότυπο βιώσιμης μετακίνησης, καταστρέφονται, μαζί με το φυσικό περιβάλλον που τα περιβάλλει.

Ιδιαίτερα σε τουριστικούς τόπους όπως η Λευκάδα, η προσπάθεια εξυπηρέτησης της τουριστικής παλίρροιας του Καλοκαιριού προκαλεί αλόγιστη επέκταση του οδικού δικτύου που συνεπάγεται επέκταση και του οικιστικού ιστού, με καταστροφικές συνέπειες στο περιβάλλον του νησιού και στην ποιότητα της ζωής.

Σε αυτό το αποθαρρυντικό πλαίσιο είναι αναμενόμενη η επιδείνωση της κατάστασης. Τίθεται λοιπόν η υποχρέωση στους ανήσυχους και ευαίσθητους πολίτες αυτού του τόπου, να αναζητήσουν άλλες πολιτικές και μέτρα που θα ελέγχουν τη δυναμική των οδικών δικτύων προς όφελος των κατοίκων και των επισκεπτών και θα συντείνουν σε μία αξιοβίωτη ανάπτυξη, ιδιαίτερα της ορεινής Λευκάδας η οποία έχει ακόμα τα περιθώρια.

Ενθαρρυντική προοπτική υποδεικνύει η εμπειρία μιας διαφορετικής δραστηριότητας. Στον Αλέξανδρο καλλιεργείται κατά τα πέντε τελευταία χρόνια, με πρωτοβουλίες του συλλόγου φίλων Αλεξάνδρου «Φηγός», ο προβληματισμός για εναλλακτικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης. Εδώ η διαφορά ανάμεσα στην περίμετρο και την ενδοχώρα βιώνεται αβίαστα αφού δεν υπάρχει καλλίτερη απεικόνιση της από το δίπολο: Αλέξανδρος-Νικιάνα, όπου οι δύο οικισμοί απεικονίζουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του περιβάλλοντος ενώ ανήκουν στον ίδιο σχεδόν πληθυσμό ανθρώπων. Επομένως το παράδειγμα του Αλέξανδρου θέτει το ερώτημα για τις σημασίες που προσφέρει το εσωτερικό του νησιού στον προβληματισμό για την ανάπτυξη.

Η υπόθεση εργασίας για μια εναλλακτική αναπτυξιακή πρόταση θεμελιωμένη στα πλεονεκτήματα που διαθέτει το εσωτερικό του νησιού είναι ότι η ορεινή Λευκάδα

  • α)διαθέτει ακόμα σχετικά άθικτο περιβαλλοντικό κεφάλαιο και
  • β)στο εσωτερικό του νησιού μπορεί να βρεθεί ο δεσμός εκείνος που συνδέει περιβάλλον και ανθρώπους με δημιουργική σχέση σεβασμού και αγάπης.

Αυτός ο δεσμός προφανώς βρίσκεται στον Πολιτισμό και επομένως η ζητούμενη ποιοτική διαφοροποίηση με τα αναπτυξιακά τεκταινόμενα της περιμέτρου του νησιού, θα είναι Πολιτιστική.

Εδώ όμως ο πολιτισμός δεν εννοείται ως το «πολιτιστικό προϊόν» που πωλείται στην τουριστική αγορά-μουσικές εκδηλώσεις, παραδοσιακοί χοροί και θεάματα του συρμού, παραδοσιακά προϊόντα και είδη λαϊκής τέχνης, κ.λ.π. αλλά ως τρόπος κοινωνίας ανθρώπων οι οποίοι ζουν σε αρμονία μεταξύ τους και με το φυσικό και το κτισμένο περιβάλλον. Πρόκειται για μία θεώρηση του Πολιτισμού ως πλαισίου καλλιέργειας-διατήρησης και δημιουργίας-αυθεντικών μορφών και εμπειριών.

Εξ άλλου, η αυθεντικότητα αποτελεί πλεονέκτημα με οικονομικό ενδιαφέρον καθώς καθιστά περιβάλλον, προϊόντα και υπηρεσίες επιθυμητά στους επισκέπτες. Αποτελεί δε κοινή παρατήρηση ότι ένα μεγάλο και αυξανόμενο μέρος της υψηλού επιπέδου ζήτησης προέρχεται από ταξιδιώτες που επιθυμούν να βιώνουν τη γνήσια ιδιαιτερότητα του τόπου που επισκέπτονται. Με βάση αυτή την αντίληψη μπορεί να αναθεωρηθεί η αντίληψη που κυριαρχεί για τη μαζική τουριστική αγορά και να επανεκτιμηθεί η υψηλή ποιότητα των αυθεντικών μορφών ως αξία ανώτερη των χωρίς ταυτότητα παγκοσμιοποιημένων καταναλωτικών προϊόντων.

Σύμφωνα με αυτή την αρχή ποιότητας πρέπει να βρεθούν και να εφαρμοστούν τρόποι καλλιέργειας των ζητούμενων αυθεντικών μορφών και εμπειριών Πολιτισμού. Το ερώτημα είναι: αυτοί οι τρόποι θα βρεθούν στα επιτεύγματα του παρελθόντος; στο φυσικό περιβάλλον; η μήπως στις συνειδήσεις των ανθρώπων;

Ποια είναι η πρώτη ύλη στην οποία θα ασκηθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας χωρίς σκοπιμότητα εκμετάλλευσης, χωρίς το άγχος της βραχυπρόθεσμης απόδοσης, χωρίς διάθεση κατανάλωσης του κεφαλαίου αυτής της πρώτης ύλης;

Η προφανής απάντηση υποδεικνύει τον φυσικό και αρχιτεκτονικό πλούτο του τόπου: παραδοσιακούς οικισμούς, τοπία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, δάση, δρόμους και μονοπάτια, τα μνημεία του τόπου. Όλα αυτά βεβαίως έχουν αναφερθεί και έχουν σχολιασθεί στις προηγούμενες Συναντήσεις του Αλέξανδρου ωστόσο κάπως αφηρημένα και θεωρητικά χωρίς να έχουν ενταχθεί σε ένα εφαρμόσιμο ρεαλιστικό πρόγραμμα.

Στη φετινή Ε΄ Συνάντηση αναδείχθηκε ένα στοιχείο ιδιαίτερα ταιριαστό με τον προβληματισμό αυτό το οποίο μέχρι σήμερα δεν είχε εκτιμηθεί ανάλογα με την αξία του. Πρόκειται για ένα λανθάνον κεφάλαιο με όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτιστικού θησαυρού, χαρακτηριστικά φυσικά και χαρακτηριστικά συμβολικά, και επί πλέον ένα στοιχείο που ενοποιεί ολόκληρο το ορεινό εσωτερικό του νησιού. Αυτό το στοιχείο ανασύρεται τώρα ως η ιδανική πρώτη ύλη για τη διαμόρφωση μιας πρότασης ενός εναλλακτικού προτύπου ανάπτυξης με περιβαλλοντικό και ηθικό πλεονέκτημα.

Αυτό το στοιχείο είναι τα Μοναστήρια της Λευκάδας καθώς και τα μονοπάτια που τα συνδέουν. Είναι γνωστό πως υπάρχουν διάσπαρτα στην ενδοχώρα ερείπια από εκκλησίες και συγκροτήματα που παλιότερα συνιστούσαν οργανωμένες μονές, τα οποία εδώ και χρόνια έχουν εγκαταλειφθεί. Αυτά τα συγκροτήματα είναι διασκορπισμένα στην ορεινή ενδοχώρα του νησιού, άλλοτε συνδεδεμένα με οικισμούς, άλλοτε ενσωματωμένα στο φυσικό τοπίο και πληρούν απολύτως τις προϋποθέσεις που τέθηκαν παραπάνω καθώς συνιστούν ένα εξαιρετικό περιβαλλοντικό και πολιτιστικό κεφάλαιο.

Ως προς το πρώτο σκέλος, το περιβαλλοντικό, η αξία συνίσταται στο ότι τα ερειπωμένα μοναστήρια αποτελούν αρχιτεκτονικά μνημεία που σταδιακά εντάχθηκαν στο φυσικό τοπίο και έγιναν μέρος των ποιοτήτων του. Σήμερα τα βρίσκουμε σε απόμερες γωνιές του τοπίου, σε απομακρυσμένες διαδρομές, ευχάριστες για πεζοπορία, μέσα σε δάση και ελαιώνες, σε απροσδόκητες θέσεις, σε πλαγιές και ρεματιές.

Το δεύτερο σκέλος, το πολιτιστικό, είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, καθώς τα μοναστήρια της Λευκάδας είναι από ιστορική άποψη στενά συνδεδεμένα με τον τοπικό πολιτισμό. Υπήρξαν βασικές οικονομικές μονάδες της αγροτικής ενδοχώρας και λειτουργούν με τρόπο ώστε να θεωρούνται υποδείγματα οικονομικής αυτάρκειας και βιωσιμότητας ενώ υπήρξαν ταυτόχρονα και κέντρα πνευματικής και πολιτιστικής δραστηριότητας.

Απ’ ότι φαίνεται από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα, τα Μοναστήρια στη Λευκάδα έγιναν παράγοντες ενίσχυσης περισσότερο, παρά καταπίεσης του αγροτικού πληθυσμού-όπως ενδεχομένως συνέβη αλλού-καθώς λειτουργούσαν σε σχέση αμοιβαίας υποστήριξης με τις τοπικές κοινωνίες, αναβαθμίζοντας έτσι το επίπεδο διαβίωσης παράλληλα με την πνευματική και πολιτιστική τροφοδοσία που παρείχαν. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους προσέδωσε η ιστορία παρακινούν σε προβληματισμούς και συζήτηση για σύγχρονους εναλλακτικούς τρόπους βιώσιμης ανάπτυξης στην κοινωνία και οικονομία.

Επί πλέον, η πνευματική ρίζα που διαθέτουν αποτελεί σπάνιο πλεονέκτημα για τη συγκρότηση μιας πρότασης ανάπτυξης όπως αναπτύχθηκε παραπάνω. Πρόκειται για μια πραγματική ρίζα Πολιτισμού, καθώς παρά την ερείπωση τους, τα Μοναστήρια εξακολουθούν να σημαίνουν νοήματα τα οποία αγγίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων και υποδεικνύουν σταθερές ανθρώπινες αξίες αντί του γρήγορου-εφήμερου κέρδους.

Από την μεγάλη ομάδα των ερειπωμένων συγκροτημάτων που είναι διασκορπισμένα σε όλη την έκταση της ενδοχώρας του νησιού επιλέγονται για την πρόταση μας, εννέα. Κριτήρια επιλογής είναι η ιστορική σημασία, ο βαθμός ανταπόκρισης στον αρχιτεκτονικό μοναστηριακό τύπο και το επίπεδο διατήρησης του συγκροτήματος.

Έτσι στην πρόταση περιλαμβάνονται καταρχήν οι εξής Μονές:

  1. Υπεραγίας Θεοτόκου, Απόλπαινα
  2. Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, Λιβαδίου Καρυάς
  3. Ησυχαστήριο Αγίων Πατέρων
  4. Αγίου Γεωργίου Σκάρων
  5. Ευαγγελιστρίας/ Κόκκινη Εκκλησιά, Πλατυστόμων
  6. Αγίου Ασωμάτου, Βαυκερής
  7. Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Ροδακίου Βουρνικών
  8. Αγίου Γεωργίου, Μπισά Μαραντοχωρίου
  9. Αγίου Νικολάου, Ιράς

Στην ουσία η πρόταση είναι ένα δίκτυο τόπων ενδιαφέροντος στο εσωτερικό του νησιού. Τα Μοναστήρια ως μνημεία μέσα στο φυσικό τοπίο, περισσότερο η λιγότερο προσιτά, αποτελούν τους κόμβους ενός ενιαίου δικτύου που θα χαρακτηρίζει την ενδοχώρα. Αναμφίβολα αυτό το δίκτυο μπορεί να ενσωματώσει ως συμπληρωματικούς κόμβους και άλλα σημεία ενδιαφέροντος του νησιού που έχουν παρόμοιο περιβαλλοντικό η μνημειακό χαρακτήρα όπως:

Κάστρο-Αγία Μαύρα, Γύρα-Μύλοι, Φαράγγι Μέλισσας, Αλυκές Αλεξάνδρου, Σκάροι, Καταρράκτες Δημοσσαρίου, Βόλτοι Εγκλουβής, Κόλπος Βλυχού κ.λ.π. καθώς και τους αξιόλογους-παραδοσιακούς οικισμούς.

Αυτό το διευρυμένο σύνολο κόμβων, για να λειτουργήσει απαιτεί δεσμούς επικοινωνίας. Οι οδικές συνδέσεις υπάρχουν ωστόσο σ’ αυτή την περίπτωση καταλληλότερη λύση δεν είναι η ενίσχυση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων. Αντίθετα μία φιλική προς το περιβάλλον και τα μνημεία διασύνδεση είναι ένα εκτεταμένο δίκτυο εναλλακτικών διαδρομών μέσα από το φυσικό τοπίο, οι οποίες θα προσφέρονται για ποδήλατο και πεζοπορία.

Υπάρχει σήμερα ένα δίκτυο μονοπατιών με αρκετό ενδιαφέρον το οποίο όμως αποτελεί ένα μικρό μέρος του δικτύου που απαιτείται για την υλοποίηση της πρότασης. Η πρόταση μας προβλέπει ένα πλήρες και συνεχές δίκτυο που ενσωματώνει όλες τις υπάρχουσες μικρές διαδρομές και συνδέει τους κόμβους των Μοναστηριών και των λοιπών προορισμών μεταξύ τους. Έτσι διασυνδεδεμένοι κόμβοι, δρόμοι και μονοπάτια που ήπια διασχίζουν την ενδοχώρα, υφαίνουν ένα ιστό ανάπτυξης που απλώνεται και αγκαλιάζει ολόκληρη την ορεινή Λευκάδα. Χρησιμοποιώντας το δίκτυο αυτό ο περιηγητής μπορεί να εξερευνήσει ολόκληρο το νησί και να ανακαλύψει την ψυχή του.

Τα Μοναστήρια τα οποία αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της πρότασης πρέπει ,με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να αναβιώσουν ώστε να γίνουν ζωντανοί κόμβοι του δικτύου. Αναμφίβολα προηγείται η εκκλησιαστική τους υπόσταση. Η Μητρόπολη πρέπει, και ήδη το κάνει, να ανοίξει τα καθολικά για λειτουργίες. Προφανώς τα πανηγύρια θα είναι ευεργετικά εφόσον όμως διατηρούν πολιτισμένο επίπεδο στις παράπλευρες εκδηλώσεις τους. Θεωρείται ευτυχής εξέλιξη αν εγκατασταθούν σε αυτά μόνιμα, μοναχοί και μοναχές καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα μνημεία διατηρούνται πολύ καλλίτερα όταν λειτουργούν ως ζωντανοί χώροι κατοίκησης και ειδικότερα όταν αναβιώνει η αρχική τους χρήση για την οποία ήταν σχεδιασμένα. Ήδη αυτό συμβαίνει στον Άγιο Νικόλαο Νηράς.

Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως, όπου η επανακατοίκηση δεν είναι εφικτή, μπορούν να εισαχθούν χρήσεις πολιτιστικές με βάση τον χαρακτήρα και την ιστορία της κάθε Μονής. Μικρά μουσεία για παράδειγμα μπορούν να παρουσιάζουν τον πνευματικό και πολιτιστικό ρόλο των Μοναστηριών καθώς και το ρόλο τους στην αγροτική οικονομία. Η τέχνη του αργαλειού που αναβιώνει τώρα στον Αλέξανδρο είναι ένα παράδειγμα. Ο ερειπιώδης χαρακτήρας των Μονών ,εξ άλλου, συνιστά από μόνος του ανοικτό μουσείο. Στον Άγιο Ιωάννη στο Ροδάκι, τα ερείπια της Μονής είναι αρχαιολογικός χώρος. Στον Άγιο Γεώργιο των Σκάρων, στον Άγιο Ασώματο Βαυκερής και αλλού, τα τεκμήρια της αγροτικής οικονομίας είναι ακόμη ορατά.(στέρνες, εργαστήρια, κ,λ,π,).

Μία άλλη δυνατότητα παιδείας και πολιτισμού είναι η περιβαλλοντική. Η εξαιρετικά καλή σχέση των Μοναστηριών με τη φύση δίνει την ευκαιρία για εκπαιδευτικές δράσεις με τη λειτουργία μουσείων περιβάλλοντος ανοικτών η στεγασμένων.

Προφανώς υπάρχουν πολλές ακόμα δυνατότητες. Η ιστορία της Λευκάδας θα μπορούσε να βρει ιδανικούς χώρους για την παρουσίαση της σε μικρά σύγχρονα διαδραστικά μουσεία, για παράδειγμα σε Μοναστήρια όπως ο Αγιος Ιωάννης στο Λιβάδι που ήταν κάποτε το μεγαλύτερο Μοναστήρι του νησιού συνδεδεμένο στενά με την ιστορία του. Εξ άλλου, η Οδηγήτρια καθαρά βυζαντινό μνημείο, το σημαντικότερο του είδους του στο νησί, έχει αξιόλογες αγιογραφίες όπως και τα περισσότερα καθολικά των Μοναστηριών τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα δίκτυο για περιδιάβαση στην τέχνη, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική.

Όλα τα μοναστήρια συνδέονται με έναν η περισσότερους γειτονικούς οικισμούς. Επομένως μπορούν να συνδυαστούν με την παρουσίαση τοπικών αγροτικών η άλλων προϊόντων, υφαντών, κεντημάτων κ.λ.π. Στη Λευκάδα υπάρχουν δραστήριες επιχειρήσεις σε αυτόν τον τομέα όπως π.χ. τα οινοποιεία τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν στο δίκτυο εμπλουτίζοντας τις εμπειρίες του επισκέπτη. Έτσι το δίκτυο επεκτεινόμενο προς τους οικισμούς αναλαμβάνει την αποστολή να αναδείξει την ιδιαίτερη ταυτότητα του νησιού προβάλλοντας αυθεντικές, τοπικές πρωτογενείς δραστηριότητες.

Ένα τέτοιο έργο είναι προφανώς μακροπρόθεσμο. Καταρχήν είναι ένα όραμα και προϋποθέτει μια στρατηγική επιλογή για το αναπτυξιακό μέλλον του νησιού. Επομένως πρέπει να συζητηθεί, να αναλυθεί, να διυλιστεί από τους ενδιαφερόμενους, για τις απαιτήσεις του και τις συνέπειες του. Ωστόσο σήμερα αποτελεί ερώτημα το ποιοι είναι οι ενδιαφερόμενοι. Τυπικά μέχρι στιγμής είναι μόνον η Μητρόπολη εκπρόσωπος της οποίας (ο π. Ιωαννίκιος)συμμετείχε στην παρουσίαση της πρότασης. Επίσης έχει δείξει ενδιαφέρον, καταρχήν για τα μονοπάτια, μέσω του προγράμματος της «Μονοπάτια Πολιτισμού», η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού(ΕΛΛΕΤ) της οποίας ο «Φηγός» αποτελεί και θεσμικά συνεργαζόμενο σωματείο(ο πρόεδρος της κ.Σταματόπουλος ήταν παρών στην παρουσίαση της πρότασης στην Ε’Συνάντηση).Ακόμα ο Δήμαρχος κ. Δρακονταειδής τοποθετήθηκε θετικά απέναντι στην πρόταση ,κατά την παρουσίαση της, και περιμένουμε τις πρωτοβουλίες του. Θα μπορούσαν επίσης να είναι οι τοπικές κοινότητες, το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης(Κ.Π.Ε.), τα Σχολεία, οι τοπικοί σύλλογοι καθώς και οι πολίτες με σχετικές ευαισθησίες.

Σε κάθε περίπτωση οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι ένα τέτοιο έργο στρατηγικής, εκτός από μακροπρόθεσμο που είναι, απαιτεί συνεργασίες και συναινέσεις. Είναι έργο συμμετοχής και μόνο με την ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών μπορεί να ευδοκιμήσει. Η συμμετοχή όμως εδώ πιστεύουμε πως είναι όρος ρεαλισμού λαμβανομένης υπόψη της θεσμικής και οικονομικής πλευράς του εγχειρήματος.

Η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών είναι ουσιώδες μέρος της πρότασης, αφού όπως ετέθη εξ αρχής πρόκειται για έργο Πολιτισμού και όχι εμπορίου, αφορά τους ανθρώπους, τις αξίες και τις σχέσεις τους και όχι αναγκαστικά το χρήμα, καθώς στη βάση της πρότασης βρίσκεται η πεποίθηση ότι ο οικονομικός προσανατολισμός προς το τυφλό κέρδος είναι αδιέξοδος, ενώ η επιδίωξη καθαρά ανθρώπινων αξιών θα φέρει την κοινωνία πιο κοντά στην ευημερία.

ΛΕΥΚΑΔΑ 8 Δεκεμβρίου 2014

"φηγός" : συνεργαζόμενο σωματείο με τα σωματεία:

  • ΕΛΛΕΤ(Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού), www.ellet.gr
  • Πανεπιστήμιο των Ορέων της Κρήτης. www.panoreon.gr

-Cafe’ “Φηγός".

Λειτουργεί από το Νοέμβριο του 2014 το cafe’ “Φηγός", ένα ανοιχτό φόρουμ αναψυχής, προβληματισμού και διαλόγου όπου με χαλαρή διάθεση και με αφορμή την ανάγνωση κάποιου κειμένου, λογοτεχνικού η άλλου η την προβολή μιας ταινίας η ενός ντοκιμαντέρ η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή, ασήμαντη η σημαντική, συζητάμε για θέματα που μας αφορούν.

 Η προσμονή για συνεύρεση και συναναστροφή, η ευκαιρία για έκφραση και ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, η όμορφη και πολιτισμένη ατμόσφαιρα, η καλή καρδιά και η συμμετοχικότητα (στις δουλειές, τα καλούδια και τα φιλέματα) προεξοφλούν ζεστές και όμορφες βραδιές.

 Το cafe’ "Φηγός" στεγάζεται στο ανακαινισμένο σχολείο του Αλέξανδρου χωρίς να αποκλείονται και οι συναντήσεις… εκτός έδρας, σε ένα cafe’ της Λευκάδας π.χ. η σε κάποιον άλλο φιλόξενο χώρο.

-ΕΝΕΡΓΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ:

1)Η πρωτοβουλία του "Φηγός" για την αναβίωση της υφαντικής τέχνης στη Λευκάδα(βλ. βήμα κοινων. προβλημ.)

2)Η πρόταση του "Φηγός" για την αξιοβίωτη ανάπτυξη της ορεινής Λευκάδας(βλ. βήμα κοινων. προβλημ.) 

Επαφή

administrator Αλέξανδρος
31080
Λευκάδα
6972214208 Αγγελική Σούνδια
6944844601 Μαρία Σερεμέτη (Σέρβου)
info@fhgos.com